Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Παρθιστί — in the Parthian tongue indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθιστί — Α επίρρ. στη γλώσσα τών Πάρθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πάρθοι + επιρρμ. κατάλ. ιστί, μέσω αμάρτυρου *παρθίζω] … Dictionary of Greek